ευεργεσία
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐεργεσία, Α και ιων. τ. εὐεργεσίη) ευεργέτης
1. η καλή πράξη (σε αντίθεση με την κακή), η αγαθοεργία
2. καλή και ωφέλιμη πράξη για χάρη κάποιου, η ενέργεια που γίνεται με αγαθό σκοπό
μσν.
1. παραχώρηση, προνόμιο, αμοιβή
2. εύνοια, χάρη
αρχ.
φρ.
1. «ἀντ' εὐεργεσίης» (για κάποια υπηρεσία η οποία του προσφέρθηκε)
2. «ψηφίζομαί τινι εὐεργεσίαν» — δίνω σε κάποιον με ψήφο τον τίτλο του ευεργέτη
3. πληθ. αἱ εὐεργεσίαι
δημόσιες υπηρεσίες («τὰς τῶν προγόνων εὐεργεσίας», Λυσ.).