ἀμεταπτωσία

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ,

   A unchangeableness, Arr.Epict.3.2.8, Hierocl.p.48.7A.

German (Pape)

[Seite 122] ἡ, Unwandelbarkeit, Hierocl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεταπτωσία: ἡ, = τὸ ἀμετάβλητον, ἡ σταθερότης τοῦ ἀμεταπτώτου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, 8, Ἱεροκλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
firmeza de ánimo, Arr.Epict.3.2.9, Hierocl.p.48.

Greek Monolingual

ἀμεταπτωσία, η (Α) ἀμετάπτωτος
το να είναι κάτι αμετάπτωτο, η σταθερότητα.