ἀναποικίλλω
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
English (LSJ)
A variegate, Sch.Pi.O.11(10).113 Böckh.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναποικίλλω: ποικίλλω τι, κοσμῶ, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 10. 113 Βοίκχ.
Spanish (DGE)
embellecer, adornar σοι Sch.Pi.O.11.113 Böckh.