Ἄβρων
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A Abron, an Argive, proverbial for luxurious living, Ἄβρωνος βίος Suid., Zen.1.4.
Greek (Liddell-Scott)
Ἄβρων: -ονος, ὁ, Ἀργεῖός τις, οὖ παροιμιώδης ὁ τρυφηλὸς βίος: Ἄβρωνος βίος, Σουΐδ.