φρυγμός

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ὁ,

   A drying, roasting, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1311] ὁ, das Dörren, Rösten, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φρυγμός: ὁ «φρυγάνισμα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ φρύγω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φρύγω.