φρυγμός
English (LSJ)
ὁ,
A drying, roasting, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1311] ὁ, das Dörren, Rösten, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φρυγμός: ὁ «φρυγάνισμα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ φρύγω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φρύγω.
ὁ,
A drying, roasting, Hsch.
[Seite 1311] ὁ, das Dörren, Rösten, Hesych.
φρυγμός: ὁ «φρυγάνισμα» Ἡσύχ.
ο, ΝΜΑ φρύγω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φρύγω.