ἐκτυλίσσω

Revision as of 14:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A unfold, develop, ἕλικα Ti.Locr.97c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτῠλίσσω: «ξετυλίζω», τὰν ἕλικα ἐκτυλίσσει Τίμ. Λοκρ. 97C.

Spanish (DGE)

1 desarrollar τὰν ἕλικα del curso solar, Ti.Locr.97c.
2 envolver con gasas el ombligo de un recién nacido, Aët.4.3.

Greek Monolingual

και ξετυλίγω (AM ἐκτυλίσσω)
ξετυλίγω, ξεδιπλώνω
αναπτύσσω κάτι τυλιγμένο
νεοελλ.
μέσ. εκτυλίσσομαι
(για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, παρουσιάζω διαδοχικές φάσεις.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτῠλίσσω: развивать, развертывать (τὰν ἕλικα Plat.).