αναπτύσσω
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
Greek Monolingual
(Α ἀναπτύσσω)
αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω
νεοελλ.
1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω
2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι
3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση
4. Γλωσσ. δημιουργώ, αρθρώνω
«στη λέξη γαμβρός μεταξύ μ και ρ αναπτύσσεται το σύμφωνο β»
5. Στρ. εκτείνω κατά μέτωπο στράτευμα ελαττώνοντας το βάθος της παράταξης
αρχ.
1. ξετυλίγω, ανοίγω
2. αποκαλύπτω, φανερώνω
3. μεταθέτω τα δύο κέρατα της φάλαγγας πίσω από την παράταξη του στρατεύματος, ώστε να διπλασιαστεί σε βάθος και το αντίθετο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + πτύσσω «διπλώνω».
ΠΑΡ. ανάπτυξη (-ις)
αρχ.
ανάπτυκτος, αναπτυχή, ανάπτυχος
νεοελλ.
ανάπτυγμα, αναπτυκτός].