αἰκίστρια
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ἡ (as if from a masc. αἰκιστής),
A she who tortures, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
αἰκίστρια: «ἡ αἰκίζουσα», Ζωναρ. = ἡ κακοποιοῦσα.
Spanish (DGE)
-ας torturadora Sud.