κροκοδιλοβοσκός
From LSJ
δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκνα → wretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades
Full diacritics: κροκοδῑλοβοσκός | Medium diacritics: κροκοδιλοβοσκός | Low diacritics: κροκοδιλοβοσκός | Capitals: ΚΡΟΚΟΔΙΛΟΒΟΣΚΟΣ |
Transliteration A: krokodiloboskós | Transliteration B: krokodiloboskos | Transliteration C: krokodilovoskos | Beta Code: krokodilobosko/s |
ὁ,
A feeder of sacred crocodiles, BGU734 ii 7 (iii A. D., abbrev.).
κροκοδιλοβοσκός, ὁ (Α)
αυτός που εκτρέφει ιερούς κροκοδείλους.