παραισαβάζω

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

poet. for Παρασαβάζειν (nisi hoc legend.),

   A to be inspired by Sabazius, i.e. Dionysus, Hsch., Phot.

Greek (Liddell-Scott)

παραισαβάζω: ποιητ. ἀντὶ παρασ-, βακχεύω, «παραισαβάζειν· παραμεμηνέναι. ἀπὸ τοῦ Σάβου» Ἡσύχ. - Κατὰ Φώτιον «παρασαβάζειν: παραμαίνεσθαι· ἀπὸ τοῦ σαβοῦ· τοὺς γὰρ παρὰ τῷ Σαβαζίῳ βακχεύοντας καλοῦσι σαβούς· καὶ τὸ βακχεύειν σαβάζειν»·

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ. αντί παρασαβάζω) καταλαμβάνομαι από βακχικό ενθουσιαμό, μετέχω σε βακχικές γιορτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. του παρά) + σοβάζω «βακχεύω»].