κελαδοδρόμος

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ον,

   A rushing amid the noise of the chase, epith. of Artemis, Orph.A.902.

German (Pape)

[Seite 1413] unter Geschrei, Jagdlärm einhereilend, Artemis, Orph. Arg. 900.

Greek (Liddell-Scott)

κελαδοδρόμος: ον. ὁρμῶσα ἐν μέσῳ τοῦ θορύβου τῆς θήρας, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀρφ. Ἀργ. 900. Πρβλ. κελαδεινός.

Greek Monolingual

κελαδοδρόμος, -ον (Α)
(ως επίθ. της Αρτέμιδος) αυτή που τρέχει με θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ελικο-δρόμος, ιππο-δρόμος.