κελαδοδρόμος
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
κελαδοδρόμον, rushing amid the noise of the chase, epithet of Artemis, Orph.A.902.
German (Pape)
[Seite 1413] unter Geschrei, Jagdlärm einhereilend, Artemis, Orph. Arg. 900.
Greek (Liddell-Scott)
κελαδοδρόμος: ον. ὁρμῶσα ἐν μέσῳ τοῦ θορύβου τῆς θήρας, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀρφ. Ἀργ. 900. Πρβλ. κελαδεινός.
Greek Monolingual
κελαδοδρόμος, -ον (Α)
(ως επίθ. της Αρτέμιδος) αυτή που τρέχει με θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ελικοδρόμος, ιπποδρόμος.