σκυτορράφος

Revision as of 19:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (ῥάπτω)

   A shoemaker or leather-worker, Orib.47.17.2.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτορράφος: [ᾰ], ὁ (ῥάπτω) ὑποδηματοποιός, ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὴν ῥαφὴν δερμάτων, Ὀρειβάσ. παρὰ Cocch. Χειρουργ. 161· -ῥημ. -ραφέω, Θεόδ. Μετοχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + -ρραφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. μηχανο-ρράφος].