καταλαμπρύνω

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

   A make splendid, νεὼν κάλλει τε καὶ μεγέθει Procop. Aed.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

καταλαμπρύνω: λαμπρύνω, φωτίζω, τὸν ναὸν κάλλει καὶ φωτὸς αἴγλῃ Προκόπ.· μεταφ., νοῦν Κύριλλ.

Greek Monolingual

(AM καταλαμπρύνω) κατάλαμπρος
καθιστώ κάτι πολύ λαμπρό.