μακρυσμός

Revision as of 12:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ὁ,

   A long interval, Aq.Ps.55(56).1, 119 (120).5.

Greek (Liddell-Scott)

μακρυσμός: ὁ, ἀπομακρυσμός, μακρυσμὸς ἀπὸ ὕδατος γλυκεροῦ Ἀριστ π. Φυτ. 2. 2, 19.

Greek Monolingual

μακρυσμός, ὁ (ΑM) μακρύνω
απομάκρυνση.

Russian (Dvoretsky)

μακρυσμός: ὁ удаленность, отдаленность (ἀπό τινος Arst.).