μακρύνω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A fut. μακρῠνῶ LXX Ec.8.13: fut. Pass. μακρυνθήσομαι ib.Is.49.19: pf. Pass. μεμάκρυμμαι ib. Ps.55(56) tit.:—prolong, ἡμέρας ib.Ec. l. c.; ἀνομίαν ib.Ps.128(129).3.
2 lengthen a syllable, Sch.Il.16.390 (Pass.).
II remove to a distance, put away, τὴν βοήθειαν LXX Ps.21(22).20, cf. 39(40).12; τοὺς ἀνθρώπους ib.Is.6.12:—Pass., to be far off, τόπου from a place, Hero Spir.Praef.
2 intr. in Act., travel far, c. gen., LXX Jd.18.22, cf. Ps.54(55).7.
Greek (Liddell-Scott)
μακρύνω: [ῡ], Παθ. πρκμ. -υσμαι, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 2, 17. - Ἐπιμηκύνω, ἡμέρας Ἑβδ. (Ἐκκλ. Η΄, 13), μηκύνω συλλαβήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 390. ΙΙ. ἀπομακρύνω, ἀπορρίπτω, τὴν βοήθειαν Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚΑ΄, 20, πρβλ. ΛΘ΄, 11)· τοὺς ἀνθρώπους αὐτόθι (Ἰσαῖ. ϛʹ, 12)· τόπου, ἀπό τινος τόπου, Ἥρων ἐν Math. Vett. 145· - Παθ., εἶμαι μακράν, ἀπέχω, ἀπό τινος Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) οὕτως ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., Ἑβδ. (Κριτ. ΙΗ΄, 22, πρβλ. Ψαλμ. ΝΔ΄, 7).
Greek Monolingual
German (Pape)
verlängern, ausdehnen, Schol. Lycophr. 2, für μηκύνω; – entfernen, weit von sich stoßen, verschmähen, LXX.