μαρμαρώδης

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ες,

   A like marble, Et.Gud.499.21.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς μάρμαρον, Ἐτ. Γούδ. 499. 21.

Greek Monolingual

-ες (Α μαρμαρώδης, -ῶδες) μάρμαρος
αυτός που είναι όμοιος με μάρμαρο.