μάρμαρο

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

Greek Monolingual

το (AM μάρμαρον, Μ και μάρμαρο)
σκληρό κρυσταλλικό ασβεστούχο πέτρωμα, λευκού ή άλλου χρώματος, το οποίο επιδέχεται λείανση και στίλβωση
νεοελλ.
1. μτφ. α) (για άνδρα) ισχυρός, σκληρός, δυνατός ή γενναίοςποιός έχει αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια», δημ. τραγούδι)
β) λευκός, κάτασπρος
γ) ψυχρός, παγωμένος («τα χέρια μου είναι μάρμαρο»)
2. φρ. «έμεινε μάρμαρο» — απολιθώθηκε, έμεινε άφωνος, αποσβολωμένος («μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός έμεινε μάρμαρο»)
νεοελλ.-μσν.
άγαλμα ή άλλο καλλιτέχνημα από μάρμαρο («Ελγίνεια μάρμαρα»)
μσν.
1. ταφόπλακα, επιτάφια στήλη
2. είδος πληγής στα πόδια τών όνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μάρμαρος με αλλαγή γένους].