μαρμαρώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες, like marble, Et.Gud.499.21.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμᾰρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς μάρμαρον, Ἐτ. Γούδ. 499. 21.
Greek Monolingual
-ες (Α μαρμαρώδης, -ῶδες) μάρμαρος
αυτός που είναι όμοιος με μάρμαρο.
German (Pape)
ες, marmorartig, E.G. 499.21.