ον, (σύρω)
A dragged back, Corp.Herm.10.8 (v.l. -συτος).
παλίσσυρτος, -ον (Α)αυτός που σύρεται προς τα πίσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + συρτός (< σύρω)].