παλίσσυρτος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίσσυρτος Medium diacritics: παλίσσυρτος Low diacritics: παλίσσυρτος Capitals: ΠΑΛΙΣΣΥΡΤΟΣ
Transliteration A: palíssyrtos Transliteration B: palissyrtos Transliteration C: palissyrtos Beta Code: pali/ssurtos

English (LSJ)

παλίσσυρτον, (σύρω) dragged back, Corp.Herm.10.8 (v.l. παλίσσυτος).

Greek Monolingual

παλίσσυρτος, -ον (Α)
αυτός που σύρεται προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + συρτός (< σύρω)].