μυωνιά

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ἡ, (μῦς I) prob.

   A = μυωξία, as a term of reproach for a lewd woman, Epicr.9.4.

Greek Monolingual

μυωνιά, ἡ (Α)
1. ποντικοφωλιά, ποντικότρυπα
2. (υβριστικά) κοινή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυών, γεν. πληθ. του μῦς «ποντικός» + κατάλ. -ιά (πρβλ. ἰων-ιά < ἴον)].