κοινή

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

κοινῇ, δωρ. τ. κοινᾷ (Α)
επίρρ. βλ. κοινός.