μικροτράχηλος
From LSJ
Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A with small cervix, of the womb, Sor.2.56.
Greek Monolingual
μικροτράχηλος, -ον (Α)
(για τη μήτρα) αυτή που έχει μικρό τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -τράχηλος.