συρμαϊσμός
English (LSJ)
ὁ,
A use of an emetic, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Hp.Art.40, cf. Gal.18(1).484, Ruf. Interrog.70, Ps.-Diocl.ap Paul.Aeg.1.100.
Greek (Liddell-Scott)
συρμαϊσμός: ὁ, ἡ χρῆσις ἐμετικοῦ φαρμάκου, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ συρμαΐζω
η χρησιμοποίηση συρμαίας ως εμετικού φαρμάκου
αρχ.
ο χυμός του φυτού συρμαία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συρμαϊσμός -οῦ, ὁ [συρμαΐζω] het gebruik van braakmiddelen.