ὀρσίπους

Revision as of 15:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,

   A raising the foot, swift-footed, ἔλαφοι AP15.27 (Simm.); ὀ. βοή stirring the feet to flight, Trag.Adesp.245.

German (Pape)

[Seite 387] ποδος, den Fuß erhebend, bewegend, schnellfüßig, ἔλαφοι, Simm. ov. (XV, 27).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρσίπους: [ῐ], οδος, ὁ, ἡ, ὁ αἴρων τὸν πόδα, ὠκύπους, ταχύς, ἔλαφοι Ἀνθ. Π. 15. 27· ὀρσίπους βοή· «ἐριστικοὺς παρασκευάζουσα πρὸς τὸν τῶν ποδῶν δρόμον» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ίποδος
qui meut ses pieds, agile.
Étymologie: ὄρνυμι, πούς.

Greek Monolingual

ὀρσίπους, -ποδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που σηκώνει, που θέτει σε κίνηση τα πόδια, ταχύς, ταχύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι- (βλ. λ. όρνυμι) + πούς.

Greek Monotonic

ὀρσίπους: [ῐ], -ποδος, ὁ, ἡ, ταχύς στα πόδια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρσίπους: ποδος (ῐ) adj. легконогий, быстроногий (ἔλαφος Anth.).

Middle Liddell

ὀρσί-˘πους,
swift-footed, Anth.