[ᾰ], ορος, ὁ,
A father of existence, of the Second God, Iamb. Myst.8.2.
οὐσιοπάτωρ, -ορος, ὁ (Α)(για τον δεύτερο θεό κατά τις αντιλήψεις τών νεοπλατωνικών) ο πατέρας της ύπαρξης.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐσία + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητρο-πάτωρ.