πάτωρ

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάτωρ Medium diacritics: πάτωρ Low diacritics: πάτωρ Capitals: ΠΑΤΩΡ
Transliteration A: pátōr Transliteration B: patōr Transliteration C: pator Beta Code: pa/twr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, (Πάομαι) possessor, prob. for πατήρ in Critias 15.4 D., cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 537] ορος, ὁ, der Besitzer, Phot.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάτωρ -ορος, ὁ vader, bezitter. Critias B 15.4.

Russian (Dvoretsky)

πάτωρ: ορος ὁ обладатель, владелец (χρημάτων πολλῶν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πάτωρ: ὁ, (πάομαι) ὁ κεκτημένος τι, κτήτωρ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Dind. (ἀντὶ πατὴρ) ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 660. 4· ἴδε Φώτ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
κτήτορας, κάτοχος, ιδιοκτήτης, κύριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πᾱ- του άχρηστου ενεστ. πάομαι «κατέχω, είμαι κύριος» + επίθημα -τωρ].