πάτωρ
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, (Πάομαι) possessor, prob. for πατήρ in Critias 15.4 D., cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 537] ορος, ὁ, der Besitzer, Phot.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάτωρ -ορος, ὁ vader, bezitter. Critias B 15.4.
Russian (Dvoretsky)
πάτωρ: ορος ὁ обладатель, владелец (χρημάτων πολλῶν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πάτωρ: ὁ, (πάομαι) ὁ κεκτημένος τι, κτήτωρ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Dind. (ἀντὶ πατὴρ) ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 660. 4· ἴδε Φώτ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κτήτορας, κάτοχος, ιδιοκτήτης, κύριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πᾱ- του άχρηστου ενεστ. πάομαι «κατέχω, είμαι κύριος» + επίθημα -τωρ].