οὐσιοπάτωρ

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐσιοπάτωρ Medium diacritics: οὐσιοπάτωρ Low diacritics: ουσιοπάτωρ Capitals: ΟΥΣΙΟΠΑΤΩΡ
Transliteration A: ousiopátōr Transliteration B: ousiopatōr Transliteration C: ousiopator Beta Code: ou)siopa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, father of existence, of the Second God, Iamb. Myst.8.2.

Greek Monolingual

οὐσιοπάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
(για τον δεύτερο θεό κατά τις αντιλήψεις τών νεοπλατωνικών) ο πατέρας της ύπαρξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐσία + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητροπάτωρ.