πλουτοτραφής

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ές,

   A bred in riches, Eust.835.37.

Greek (Liddell-Scott)

πλουτοτρᾰφής: -ές, ἀνατεθραμμένος ἐν πλούτῳ, Εὐστ. 835. 37.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που έχει ανατραφεί μέσα στα πλούτη (α. «τοιοῡτοι γὰρ ὡς τὰ πολλὰ oἱ πλουτοτραφεῑς», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -τραφής (< συνεσταλμένη βαθμίδα τραφ- του τρέφω), πρβλ. μηρο-τραφής].