πλουτοτραφής
From LSJ
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
English (LSJ)
πλουτοτραφές, bred in riches, Eust.835.37.
Greek (Liddell-Scott)
πλουτοτρᾰφής: -ές, ἀνατεθραμμένος ἐν πλούτῳ, Εὐστ. 835. 37.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που έχει ανατραφεί μέσα στα πλούτη (α. «τοιοῦτοι γὰρ ὡς τὰ πολλὰ oἱ πλουτοτραφεῖς», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -τραφής (< συνεσταλμένη βαθμίδα τραφ- του τρέφω), πρβλ. μηροτραφής].