προσεισδέχομαι
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
A receive in addition, -δεδέχθαι εἰς τὴν μίσθωσιν ἀρτάβας ύ PGoodsp.Cair.7.13 (ii B.C.).
Greek Monolingual
Α
παραδέχομαι επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + εἰσδέχομαι «υποδέχομαι, παραδέχομαι»].