ἀσπιδοφέρμων

Revision as of 20:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φέρβω)

   A living by the shield, i.e. by war, ἀ. θίασος E.Ph.796 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 373] (φέρβω), θίασος. der sich vom Schilde od. Kriege nährt, Eur. Phoen. 802.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδοφέρμων: -ον, (φέρβω) ὁ ἐν ἀσπίδι τραφείς, δηλ. ἐν πολέμῳ, πολεμικός, ἀσπιδοφέρμονα θίασον εὔοπλον Εὐρ. Φοίν. 796.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui porte un bouclier ; selon d’autres qui vit de son bouclier, càd de la guerre.
Étymologie: ἀσπίς, φέρω ou φέρβω.

Spanish (DGE)

(ἀσπῐδοφέρμων) -ον
que vive del escudo, belicoso γένναν Σπαρτῶν, ἀσπιδοφέρμονα θίασον E.Ph.796.

Greek Monolingual

ἀσπιδοφέρμων, -ον (Α)
αυτός που ζει και τρέφεται ανάμεσα σε ασπίδες, ο πολεμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + φέρβω.

Greek Monotonic

ἀσπῐδοφέρμων: -ον (φέρβω), αυτός που τρέφεται, ζει από την ασπίδα, δηλ. από τον πόλεμο, πολεμικός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδοφέρμων: 2, gen. ονος φέρω щитоносный, по друг. φέρβω живущий войной (θίασος Eur.).

Middle Liddell

φέρβω
living by the shield, i. e. by war, Eur.