ἰσαμέριος
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
ου, Dor. for ἰσημέριος,
A lasting an equal time, φύλλοις αἰγείρου S.Fr.593.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσᾱμέριος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ἰσημέριος, διαρκῶν ἴσον χρόνον, Σοφ. Ἀποσπ. 692.
Greek Monolingual
ἰσαμέριος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ισημέριος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσᾱμέριος: дор. (= ἰσημέριος) такой же по длительности, столь же продолжительный Soph.