σεισοκέφαλος

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ον,

   A shaking the head, Dsc.Eup.1.9, Id. ap. Orib. Syn.8.21.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που σείει, που κουνά το κεφάλι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ- του σείω + -κέφαλος (< κεφαλή)].