σεισοκέφαλος

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεισοκέφᾰλος Medium diacritics: σεισοκέφαλος Low diacritics: σεισοκέφαλος Capitals: ΣΕΙΣΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: seisoképhalos Transliteration B: seisokephalos Transliteration C: seisokefalos Beta Code: seisoke/falos

English (LSJ)

σεισοκέφαλον, shaking the head, Dsc.Eup.1.9, Id. ap. Orib. Syn.8.21.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που σείει, που κουνά το κεφάλι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ- του σείω + -κέφαλος (< κεφαλή)].