τερψιεπής

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ές,

   A of sweet utterance, ἀοιδαί B.12.230.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που λέγεται με ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. μέλλ. τέρψω, τέρψις) + -επής (< έπος), πρβλ. θελξι-επής].