φιλοφθονία
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
English (LSJ)
ἡ,
A love of envy, Varroap. Non.p.767 L.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοφθονία: ἡ, ἡ ἀγάπη τοῦ φθόνου, ἐπιγραφὴ πραγματείας τινὸς τοῦ Οὐάρρωνος.
Greek Monolingual
ἡ, Α φιλόφθονος
1. η ιδιότητα του φιλόφθονου
2. τίτλος πραγματείας του Βάρρωνος.