ἀλεύρινος
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
ον,
A made of ἄλευρον, ἄρτος, σταῖς, Dieuch. ap. Orib.4.5.1,5.
Spanish (DGE)
-ον
de harina de trigo, ἄρτος Dieuch. en Orib.4.5.1, σταῖς Dieuch. en Orib.4.5.5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλεύρινος, -ον)
ἄλευρον
ο φτιαγμένος από αλεύρι, αλευρένιος.