ἐγκαταφλέγω

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

   A burn in, βόθροις Gp.9.6.3.

German (Pape)

[Seite 706] darin verbrennen. Geop.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταφλέγω: μέλλ. -ξω, καταφλέγω, κατακαίω ἐντός τινος, ἐγκαταφλέξομεν τοῖς βόθροις Γεωπ. 9. 6, 2.

Spanish (DGE)

quemar en φρύγανα καὶ κάλαμον ... τοῖς βόθροις Gp.9.6.3
fig. consumir en v. pas. οἱονεὶ πυρὶ τοῖς σπλάγχνοις ἐγκαταφλέγεσθαι ser consumido en las entrañas como por un fuego Gr.Nyss.Hom.Opif.M.44.220B.

Greek Monolingual

ἐγκαταφλέγω (Μ)
κατακαίω κάτι μέσα σε κάποιον χώρο («ἐγκαταφλέξομεν τοῑς βόθροις»).