ἐριόστεπτος

Revision as of 20:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον, (στέφω)

   A wreathed in wool, κλάδοι A.Supp.22 (anap., Auratus for ἱεροστ-).

German (Pape)

[Seite 1030] mit Wolle umwunden, Conj. bei Aesch. Suppl. 22 für ἱερόστ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couronné de bandelettes de laine.
Étymologie: ἔριον, στέφω.

Greek Monolingual

ἐριόστεπτος, -ον (Α)
ο στεφανωμένος με μαλλί («ἐριοστέπτοισι κλάδοισιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -στεπτός (< στέφω)].

Russian (Dvoretsky)

ἐριόστεπτος: увитый шерстью (κλάδοι Aesch.).