ἐριόστεπτος
From LSJ
English (LSJ)
ἐριόστεπτον, (στέφω) wreathed in wool, κλάδοι A.Supp.22 (anap., Auratus for ἱεροστ-).
German (Pape)
[Seite 1030] mit Wolle umwunden, Conj. bei Aesch. Suppl. 22 für ἱερόστ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couronné de bandelettes de laine.
Étymologie: ἔριον, στέφω.
Greek Monolingual
ἐριόστεπτος, -ον (Α)
ο στεφανωμένος με μαλλί («ἐριοστέπτοισι κλάδοισιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -στεπτός (< στέφω)].
Russian (Dvoretsky)
ἐριόστεπτος: увитый шерстью (κλάδοι Aesch.).