ὀροφιαῖος
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
α, ον,
A of or belonging to the ὀροφή, λίθοι IG12.372.85.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροφιαῖος: -α, -ον, ὁ ἐκ τῆς ὀροφῆς ἢ ὁ ἀνήκων εἰς ὀροφήν, λίθοι Συλλ. Ἐπιγραφ. 160. 1. 85· θυρὶς Τιμαρίων ἐν τῷ Notices et Extraits, 9. 241.