κυανοβλέφαρος

Revision as of 14:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον,

   A dark-eyed, AP5.60 (Rufin.).

German (Pape)

[Seite 1521] mit schwarzen Augenwimpern, schwarzäugig, Rufin. 7 (V, 61).

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοβλέφᾰρος: -ον, ἔχων μελαίνας βλεφαρίδας, κοινῶς «μαυρομμάτης», Ἀνθ. Π. 5. 61.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux paupières garnies de cils noirs ; aux yeux noirs.
Étymologie: κύανος, βλέφαρον.

Greek Monolingual

κυανοβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκούρες βλεφαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο-βλέφαρος, χαριτο-βλέφαρος].

Greek Monotonic

κυᾰνοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει σκοτεινό βλέμμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κῠᾰνοβλέφᾰρος: с черными ресницами или черноглазый Anth.

Middle Liddell

βλέφαρον
dark-eyed, Anth.