τραχυόστρακος

From LSJ
Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχῠόστρᾰκος Medium diacritics: τραχυόστρακος Low diacritics: τραχυόστρακος Capitals: ΤΡΑΧΥΟΣΤΡΑΚΟΣ
Transliteration A: trachyóstrakos Transliteration B: trachyostrakos Transliteration C: trachyostrakos Beta Code: traxuo/strakos

English (LSJ)

ον,

   A rough-shelled, Arist.HA528a23.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχυόστρᾰκος: -ον, ὁ ἔχων τραχὺ ὄστρακον, ἔστι δ’ ὁ κτεὶς τραχυόστρακος Ἀθήν. 88Β (ἐκ τοῦ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 16).

Greek Monolingual

και τραχεόστρακος, -ον, Α
αυτός που έχει τραχύ, σκληρό όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακ-όστρακος, σκληρ-όστρακος].

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχυόστρᾰκος: с неровной раковиной (sc. κόγχαι Arst.).