χαλκοκνήμις

Revision as of 02:34, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ῑδος, ὁ, ἡ,

   A bronze-greaved, Il.7.41.

German (Pape)

[Seite 1331] ιδος, ὁ, ἡ, mit ehernen od. kupfernen Beinschienen, Il. 7, 41.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοκνήμῑς: ῖδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων περικνημῖδας ἐκ χαλκοῦ, Ἰλ. Η. 41.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
aux bottines d’airain.
Étymologie: χαλκός, κνημίς.

Greek Monolingual

-ιδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει χάλκινες περικνημίδες («χαλκοκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + κνημίς, -ίδος (πρβλ. ἐϋ-κνήμις, δασυ-κνήμις)].

Greek Monotonic

χαλκοκνήμῑς: -ῑδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει περικνημίδες από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοκνήμις: ῑδος adj. в медных поножах (Ἀχαιοί Hom.).

Middle Liddell

χαλκο-κνήμῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,
brass-greaved, Il.