χαλκοκνήμις
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
ῑδος, ὁ, ἡ, bronze-greaved, Il.7.41.
German (Pape)
[Seite 1331] ιδος, ὁ, ἡ, mit ehernen od. kupfernen Beinschienen, Il. 7, 41.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
aux bottines d'airain.
Étymologie: χαλκός, κνημίς.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοκνήμις: ῑδος adj. в медных поножах (Ἀχαιοί Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοκνήμῑς: ῖδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων περικνημῖδας ἐκ χαλκοῦ, Ἰλ. Η. 41.
Greek Monolingual
-ιδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει χάλκινες περικνημίδες («χαλκοκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + κνημίς, -ίδος (πρβλ. ἐϋκνήμις, δασυκνήμις)].
Greek Monotonic
χαλκοκνήμῑς: -ῑδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει περικνημίδες από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
χαλκο-κνήμῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,
brass-greaved, Il.