παρεναλλάσσομαι
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
Pass.,
A to be interchanged, Id.Phil.Hist.19.
Greek (Liddell-Scott)
παρεναλλάσσομαι: Παθ., ἐναλλάσσομαι, Γαλην. τ. 19, σελ. 245, 2.