ἐπίελπτος
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
ον,
A to be hoped or expected, Archil.74.5, Opp.H.4.311.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίελπτος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ ἐλπίζῃ ἢ νὰ περιμένῃ, ἐλπιστός, Ἀρχίλ. 69, Ὀππ. Ἁλ. 4. 311.