δισσογραφία

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ἡ,

   A dittography, repetition of words by copyist, Simp. in Cat.88.24.

German (Pape)

[Seite 643] ἡ, doppelte Schreibart, zwiefache Leseart.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
ditografía, repetición de palabras por un copista, Simp.in Cat.88.24.

Greek Monolingual

και διττογραφία, η (AM δισσογραφία και διττογραφία)
η επανάληψη μιας λέξεως από τον αντιγραφέα του κειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -γραφία].